τσορμπατζής

τσορμπατζής
ο, Ν
1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) αξιωματούχος
2. προύχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corbaci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσορμπατζής — ο (λ. τουρκ.), πληθ. ήδες 1. προύχοντας, προεστός, πρόκριτος, άρχοντας. 2. μτφ., ευγενής, αριστοκράτης, ευπατρίδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… …   Dictionary of Greek

  • τζορμπατζής — και τσορμπατζής, ο, Ν (παλ. τ.) 1. γαιοκτήμονας αφέντης 2. πρόκριτος 3. καλοστεκούμενος, εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corbaci] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”